Medium   

Το λεξιλόγιο παρέχει εξειδικευμένη ορολογία και περιγραφές υλικών κατασκευής διαφόρων τύπων έργων. Εφαρμόζεται στην περιγραφή και ανακάλυψη πολιτιστικών πόρων, έργων τέχνης, τεκμηρίων λαϊκής παράδοσης, σπάνιων εκδόσεων και άλλων αντικειμένων. Κάθε όρος του λεξιλογίου τεκμηριώνεται με ορισμό και άλλες πληροφορίες και συνδέεται με σχέσεις αντιστοίχισης με τον θησαυρό Art & Architecture Thesaurus του ιδρύματος Getty και με τον DBpedia της Wikipedia.

Category
Concepts
Semantic class
skos:Concept
Provider
National Documentation Center (EKT)
Creator
National Documentation Center
Default language
 
License
Attribution-ShareAlike (CC BY-SA 4.0)


RDF/XML   JSON-LD  

http://semantics.gr/authorities/Medium/Plastic

  • Πλαστικό 
  • Plastic 
  • Μία μεγάλη κατηγορία φυσικών, όπως το κερί μελισσών και του πηλιδιού, ή συνθετικών υλικών, εύπολων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για πολλούς σκοπούς λόγω της εύκαμπτης και συνήθως ελαστικής φύσης τους. 
  • A big variety of natural, such as beeswax and clay, or synthetic substances that can be used for many purposes because of their flexible and usually elastic nature. 
  • plastic
    (http://vocab.getty.edu/page/aat/300014570)