Medium   

Το λεξιλόγιο παρέχει εξειδικευμένη ορολογία και περιγραφές υλικών κατασκευής διαφόρων τύπων έργων. Εφαρμόζεται στην περιγραφή και ανακάλυψη πολιτιστικών πόρων, έργων τέχνης, τεκμηρίων λαϊκής παράδοσης, σπάνιων εκδόσεων και άλλων αντικειμένων. Κάθε όρος του λεξιλογίου τεκμηριώνεται με ορισμό και άλλες πληροφορίες και συνδέεται με σχέσεις αντιστοίχισης με τον θησαυρό Art & Architecture Thesaurus του ιδρύματος Getty και με τον DBpedia της Wikipedia.

Category
Concepts
Semantic class
skos:Concept
Provider
National Documentation Center (EKT)
Creator
National Documentation Center
Default language
 
License
Attribution-ShareAlike (CC BY-SA 4.0)


RDF/XML   JSON-LD  

http://semantics.gr/authorities/Medium/Glass

  • Γυαλί 
  • Glass 
  • Διαφανής ή αδιαφανής ουσία προερχόμενη από την τήξη πυριτίας με βασικό οξείδιο. Σκληρό και ανθεκτικό, χρησιμοποιείται για πρακτικούς και διακοσμητικούς λόγους. Εμφανίστηκε στην Μεσοποταμία την 4η χιλιετία π.Χ. 
  • Transparent or opaque substance made by melting silica with basic oxide. Hard and resistant, is used for both practical and decorative uses. Appeared in Mesopotamia in 4th millennium BC. 
  • glass
    (http://vocab.getty.edu/page/aat/300010797)